ιδρωτοποιούς

ιδρωτοποιούς
ός , ό[ν] анат. потовой;

ιδρωτοποιούςοί αδένες — потовые железы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιδρωτοποιούς" в других словарях:

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • εφίδρωση — η (Α ἐφίδρωσις) [εφιδρώ] η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες τού δέρματος νεοελλ. (για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος …   Dictionary of Greek

  • ιδραδένωμα — ή ιδρωταδένωμα, το μικρός επιθηλιακός όγκος που αναπτύσσεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hidradenome < hidr (πρβλ. ιδρ(ο) < ιδρώς, ώτος) + adenome (πρβλ. αδένωμα)] …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • άδηλη διαπνοή — Η συνεχής εξάτμιση νερού από το δέρμα που δεν προέρχεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. Ο φυσιολογικός ενήλικος άντρας με κανονικό βασικό μεταβολισμό, αποβάλλει με την ά.δ. 30 γρ. κάθε ώρα. Εάν αυξηθεί ο βασικός μεταβολισμός, η ά.δ. αυξάνεται και… …   Dictionary of Greek

  • κεγχριά — Δερματικό εξάνθημα που συνδέεται αιτιολογικά με κατακράτηση ιδρώτα στους ιδρωτοποιούς αδένες …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • ιδρώνω — ίδρωσα, ιδρωμένος 1. χύνω ιδρώτα, γεμίζω ιδρώτα: Το σώμα του σκύλου δεν ιδρώνει, γιατί δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. – Έφτασε ιδρωμένος. – Ιδρωμένα χέρια. 2. μοχθώ, κουράζομαι: Ίδρωσε να τα βγάλει πέρα. 3. στάζω, βγαίνουν από τους πόρους μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»